Ρύθμιση οφειλών μέσω του Κώδικα Δεοντολογίας

Το θεσμικό πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας καθορίζεται από τον Νόμο 4224/2013, το άρθρο 39 του Ν. 4818/2021 και την σχετική απόφαση ΕΠΑΘ 195/1/29.7.2016 της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και αποτελεί ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο εξωδικαστικής επίλυσης από την 01.01.2015 και εφεξής. Με αυτόν θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή της αναγκαίας πληροφόρησης μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) και λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και για περιπτώσεις δανείων με πολλαπλούς πιστωτές.
Η εφαρμογή του Κώδικα δεν αναφέρεται σε συμβάσεις που έχουν καταγγελθεί πριν από την 01.01.2015.
Εάν τα μέρη εξαντλήσουν τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας, περιλαμβανομένης της διαδικασίας ενστάσεων, χωρίς να συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, αρμόδια είναι τα δικαστήρια, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται το δικαίωμα του δανειολήπτη να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, όπως προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας ισχύει για όλους τους ενεχόμενους, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές (εφεξής δανειολήπτες), που έχουν Δανειακές Συμβάσεις για τα ακόλουθα προϊόντα:
• Καταναλωτικά δάνεια
• Στεγαστικά δάνεια
• Πιστωτικές κάρτες
• Δάνεια ατομικών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών
• Δάνεια πολύ μικρών επιχειρήσεων, με μέσο όρο κύκλου εργασιών κατά τα τελευταία 3 φορολογικά έτη που δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000€.

Επίσης αφορά απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη που υπερβαίνουν:
• Το ποσό των 1.000€, στην περίπτωση απαιτήσεων έναντι δανειοληπτών φυσικών προσώπων.
• Το ποσό των 5.000€, σε περιπτώσεις δανειοληπτών νομικών προσώπων – πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Το ποσό αυτό υπολογίζεται ως το άθροισμα των οφειλών του δανειολήπτη προς το πιστωτικό ίδρυμα.

Οι λύσεις που παρέχει ο Κώδικας Δεοντολογίας μπορεί να είναι η προσωρινή ή η οριστική διευθέτηση των δανείων. Ως διευθέτηση δανείων νοείται μια λύση ρύθμισης οφειλών που δύναται να περιλαμβάνει για παράδειγμα την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, τη μειωμένη δόση πληρωμής, την προσωρινή καταβολή μόνο τόκων, το διαχωρισμό της οφειλής, τη διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης.
Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υποχρεούται να ξεκινήσει, μπορεί να αναστείλει ή αναστέλλει τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων που έχει ήδη ξεκινήσει και χαρακτηρίζει τον αιτούντα ως μη επιλέξιμο :
1. Όταν ο δανειολήπτης έχει υποβάλει αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλής σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.4738/2020 ή όταν το πιστωτικό ίδρυμα έχει κοινοποιήσει στον δανειολήπτη πρόσκληση για εξωδικαστική αναδιάρθρωση οφειλής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.4738/2020 και για το χρονικό διάστημα έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας ως άκαρπης για οποιονδήποτε λόγο.
2. Όταν έχει υπογραφεί σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, η οποία δεν τελεί υπό την αίρεση συναίνεσης του Δημοσίου ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, και το πιστωτικό ίδρυμα είναι καταλαμβανόμενος πιστωτής (δηλαδή δεσμεύεται από σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών) ή παράγονται για το πιστωτικό ίδρυμα αποτελέσματα δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν.4738/2020.
3. Όταν ο δανειολήπτης ή το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλος πιστωτής έχει υποβάλει αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του δανειολήπτη και εφόσον επικυρωθεί ή συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 41 του Ν.4738/2020 ή την παρ. 5 του άρθρου 103 του Ν.3588/2007, όπως ορίζει η παρ. 1.α) του άρθρου 265 του Ν.4738/2020, και είναι δεσμευτική για το πιστωτικό ίδρυμα.
4. Όταν ο δανειολήπτης ή το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλος πιστωτής έχει υποβάλει αίτηση για κήρυξη του δανειολήπτη σε πτώχευση και για το χρονικό διάστημα έως την τυχόν απόρριψή της.
5. Όταν ο δανειολήπτης έχει υποβάλει αίτηση για υπαγωγή σε διαδικασία του Ν.3588/2007, του Ν.3869/2010, του Ν.4605/2019 ή του Ν.4469/2017, η οποία εκκρεμεί, ή εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης ή η ίδια η διαδικασία, ή όταν ο δανειολήπτης έχει υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 68 του Ν.4307/2014, η οποία εκκρεμεί.
6. Όταν συντρέχει η περίπτωση ε) της παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν.4738/2020.
7. Όταν ο δανειολήπτης είναι νομικό πρόσωπο που έχει τεθεί σε εκκαθάριση.
8. Όταν υπάρχουν απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη, κατά του οποίου τρίτοι πιστωτές έχουν κινήσει δικαστικές ενέργειες για την εξασφάλιση προς αυτούς χρεών.
Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να εντάξει τον δανειολήπτη στο Στάδιο 3 (Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων) της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων, εφόσον αυτός προσέλθει και υποβάλει με δική του πρωτοβουλία την πληροφόρηση που απαιτεί ο Κώδικας Δεοντολογίας για την αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής των οφειλών του δανειολήπτη, εκτός εάν συντρέχει μία εκ των παραπάνω περιπτώσεων (1 έως 8).

Βήματα για τον δανειολήπτη

Σύμφωνα με το ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο, ο δανειολήπτης καθώς και οι εγγυητές των οφειλών του, πρέπει να προβούν στα παρακάτω βήματα:

- Είσοδος στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του Κώδικα Δεοντολογίας και δημιουργία αίτησης (με χρήση κωδικών taxisnet) προς έναν μόνο χρηματοδοτικό φορέα ανά αίτηση.
- Εφόσον έχει προηγηθεί ενημέρωση της πλατφόρμας από το ίδρυμα για την επίδοση της “Ειδοποίησης”, ο αιτών μπορεί να ενημερωθεί από την σχετική επιλογή στο μενού για την ύπαρξη της ειδοποίησης. Σε περίπτωση που υπάρχουν νέες ειδοποιήσεις εμφανίζεται μια κόκκινη ένδειξη, που τις υποδεικνύει.
- Πραγματοποίηση άρσης τραπεζικού απορρήτου.
- Άντληση δεδομένων και συμπλήρωση στοιχείων που δεν υπάρχουν ήδη ηλεκτρονικά καταχωρημένα.
Η ορθή και πλήρης συμπλήρωση των στοιχείων της αίτησης (με πλήρη καταγραφή όλων των οικονομικών και άλλων στοιχείων, δηλαδή όλων των εσόδων / εισοδημάτων από όλες τις πηγές ακόμα και μελλοντικών εσόδων καθώς και όλων των εξόδων που απαιτούνται για τη διαβίωση όλων όσων διαμένουν στο ίδιο σπίτι), καθώς και η επισύναψη όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών, αποτελεί υποχρέωση και είναι προς όφελος του δανειολήπτη.
Αποτελεί ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο σημείο διότι οποιοδήποτε ποσό χρημάτων περισσεύει (αφού καλυφθούν όλα τα έξοδα της οικογένειας), σημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για την αποπληρωμή των δανείων.
Στην περίπτωση εταιρείας ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, τότε θα πρέπει να κατατεθούν και όλα τα οικονομικά της στοιχεία όπως και ένα επιχειρηματικό σχέδιο (business plan) για την τεκμηρίωση των εσόδων – εξόδων και την οικονομική πορεία της επιχείρησης.
Σε περίπτωση ελλιπούς συμπλήρωσης των στοιχείων αυτών, τότε το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να κατατάξει τον δανειολήπτη και εγγυητή στην κατηγορία του μη συνεργάσιμου δανειολήπτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν συνεργάζεται για την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών, με σκοπό να διαπιστωθεί αν όντως έχει οικονομική αδυναμία ή αποτελεί στρατηγικό κακοπληρωτή. Μια τέτοια ανεπιθύμητη εξέλιξη θα δυσχεραίνει τη θέση του δανειολήπτη, καθώς θα διακόψει την διαδικασία ένταξής του στον Κώδικα Δεοντολογίας.
Προς αποφυγή μίας τέτοιας δυσάρεστης για τον δανειολήπτη κατάστασης θα πρέπει να είναι συνεργάσιμος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δίνονται στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όλες οι σχετικές πληροφορίες χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε υποχρέωση αποδοχής σε καθετί που ζητά το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, αφού αρκετά θέματα αποτελούν σημείο διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτή και δανειολήπτη.
- Υποβολή οριστικής αίτησης.
- Αξιολόγηση της αίτησης από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
- Μετά την ανωτέρω αξιολόγηση κάθε ίδρυμα παρέχει, χωρίς αυτό να θεωρείται νέα υπηρεσία προς τον δανειολήπτη (εδάφιο τρίτο και τέταρτο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013) που θεωρείται συνεργάσιμος, πρόταση μιας ή περισσότερων εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης και, αν καμία εξ αυτών δεν συμφωνηθεί, λύση/εις οριστικής διευθέτησης.

- Αξιολόγηση της ανωτέρω πρότασης ρύθμισης από τον δανειολήπτη ο οποίος επιλέγει αν θα την αποδεχτεί ή αν θα την απορρίψει ή αν θα προτείνει εναλλακτική αντιπρόταση εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών.

- Εφόσον ο αιτών έχει επιλέξει να κάνει αντιπρόταση, το Ίδρυμα οφείλει να την αξιολογήσει εντός ενός μήνα από την παραλαβή της και
(α) είτε να συναινέσει με την αντιπρόταση
(β) είτε να απαντήσει με «γραπτή επικοινωνία» ότι την απορρίπτει και ότι παραμένει ενεργή η αρχική του πρόταση, με τη βασική σχετική τεκμηρίωση
(γ) είτε να υποβάλει νέα πρόταση, η οποία είναι η τελική.

Σε κάθε περίπτωση, το Ίδρυμα θα πρέπει να υποβάλει τελική πρόταση στην οποία να επισημαίνει αν αυτή περιλαμβάνει αποδοχή της αντιπρότασης του αιτούντα, διατήρηση της αρχικής πρότασης ή νέα πρόταση σε απάντηση της αντιπρότασης του αιτούντα.

Για να καθοριστεί η λύση ρύθμισης, εξετάζονται τα διαθέσιμα εισοδήματα (δηλ. έσοδα μείον (-) εύλογες δαπάνες διαβίωσης), καθώς και η περιουσία του δανειολήπτη όπως επίσης και όσων συνδέονται μαζί του π.χ. σύζυγος, εξαρτώμενα ενήλικα μέλη και η περιουσία των συνοφειλετών και εγγυητών του.

Τα όρια των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δηλ. των αποδεκτών εξόδων της οικογένειας, έχουν καθοριστεί από την ΕΛΣΤΑΤ. Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξάνονται σε ειδικές / έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. ασθένεια, αναπηρία κλπ).

Η ρύθμιση οφειλών επιτυγχάνεται, μέσω διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτή και δανειολήπτη. Η τράπεζα ή ο διαχειριστής δανείου δεν είναι δυνατό να λάβει από όλους τους ανωτέρω εμπλεκόμενους χρήματα που είναι λιγότερα από την αξία ρευστοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων τους.

Τύποι λύσεων
Τα ιδρύματα μπορούν να αναρτήσουν στην Πλατφόρμα κατά την αρχική και την τελική πρότασή τους διάφορους τύπους λύσεων ή συνδυασμό αυτών. Οι τύποι αυτοί είναι προκαθορισμένοι και μπορεί να προταθεί η ταυτόχρονη εφαρμογή παραπάνω από ενός τύπου λύσης προς τον αιτούντα. Οι τύποι αυτοί είναι:
Τμήμα Ι - Τύποι βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων
Ως βραχυπρόθεσμοι τύποι ρυθμίσεων θεωρούνται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια έως και δύο έτη που αφορούν σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται, βάσιμα, προσωρινές.
(α) Κεφαλαιοποίηση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών : H κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και η αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
(β) Τακτοποίηση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών : Συμφωνία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα.
(γ) Μειωμένη Δόση Μεγαλύτερη των Οφειλόμενων Τόκων : Μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης αποπληρωμής σε επίπεδο που υπερβαίνει αυτό που αντιστοιχεί σε αποπληρωμή μόνο τόκων για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(δ) Καταβολή μόνο Τόκων : Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(ε) Μειωμένη Δόση Μικρότερη των Οφειλόμενων Τόκων : Μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης αποπληρωμής σε επίπεδο μικρότερο από αυτό που αντιστοιχεί σε αποπληρωμή μόνο τόκων για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο. Οι ανεξόφλητοι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.
(στ) Περίοδος Χάριτος : Αναστολή πληρωμών για προκαθορισμένη περίοδο. Οι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.
Τμήμα II - Τύποι μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων
Κατατάσσονται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μεγαλύτερη των δύο (2) ετών, με στόχο τη μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης ή/και της δανειακής επιβάρυνσης, λαμβάνοντας υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
(α) Μείωση Επιτοκίου : Μείωση του επιτοκίου ή του επιτοκιακού περιθωρίου.
(β) Παράταση Διάρκειας : Επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή μετάθεση της συμβατικής ημερομηνίας καταβολής της τελευταίας δόσης του δανείου για περισσότερα από δύο έτη).
(γ) Διαχωρισμός Οφειλής : Διαχωρισμός της οφειλής του δανειολήπτη σε δύο τμήματα :
i) το τμήμα του δανείου, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και
ii) το υπόλοιπο τμήμα του δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.
(δ) Μερική Διαγραφή Οφειλής : Οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του ιδρύματος, ώστε η εναπομένουσα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(ε) Λειτουργική Αναδιάρθρωση Επιχείρησης : Αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιμη και ικανή για την ομαλή εξυπηρέτηση των οφειλών της. Η αναδιοργάνωση μπορεί να περιλαμβάνει ενέργειες όπως η αλλαγή διοίκησης, η πώληση περιουσιακών στοιχείων, ο περιορισμός του κόστους, ο εταιρικός μετασχηματισμός, η ανανέωση πιστωτικών ορίων ή/και η παροχή νέων δανείων.
(στ) Συμφωνία Ανταλλαγής Χρέους με Μετοχικό Κεφάλαιο : Μετατροπή μέρους της οφειλής σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε η εναπομένουσα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
Τμήμα III - Λύσεις Οριστικής Διευθέτησης
Ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους της συμβατικής σχέσης μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη. Η λύση αυτή μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική) στο ίδρυμα των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με οικειοθελή εκποίηση των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια προς τακτοποίηση της απαίτησης. Παρατίθενται ενδεικτικά λύσεις που προσφέρονται στο πλαίσιο των διεθνών πρακτικών, η υιοθέτηση εκάστης εξ αυτών, όμως, τελεί υπό την επιφύλαξη των σχετικών προβλέψεων του ελληνικού δικαίου:
(α) Λοιπές Εξωδικαστικές Ενέργειες : Οι εξωδικαστικές ενέργειες που δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις παρακάτω κατηγορίες.
(β) Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου : O δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους αποπληρωμής ενυπόθηκου δανείου, παραχωρεί οικειοθελώς (δηλαδή χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες από πλευράς του ιδρύματος) την κυριότητα του υπέγγυου ακινήτου στο ίδρυμα. Στη σχετική συμφωνία διατυπώνεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου. Η εν λόγω λύση μπορεί να αφορά οικιστικό ακίνητο ή επαγγελματική στέγη.
(γ) Μετατροπή σε Ενοικίαση/Χρηματοδοτική Μίσθωση : O δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στο ίδρυμα υπογράφοντας σύμβαση ενοικίασης/χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης του ακινήτου για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο. Η εν λόγω λύση μπορεί να αφορά οικιστικό ακίνητο ή επαγγελματική στέγη.
(δ)Εθελοντική Εκποίηση Ενυπόθηκου Ακινήτου : O δανειολήπτης προβαίνει οικειοθελώς σε πώληση του υπέγγυου ακινήτου σε τρίτο με τη σύμφωνη γνώμη του ιδρύματος. Στην περίπτωση που το τίμημα της πώλησης υπολείπεται του συνόλου της οφειλής, το ίδρυμα προβαίνει σε διαγραφή της εναπομένουσας οφειλής. Η εν λόγω λύση μπορεί να αφορά οικιστικό ακίνητο ή επαγγελματική στέγη.
(ε) Διακανονισμός Απαιτήσεων : Εξωδικαστική συμφωνία κατά την οποία το ίδρυμα λαμβάνει είτε εφάπαξ καταβολή σε μετρητά (ή ισοδύναμα μετρητών) είτε σειρά προκαθορισμένων τμηματικών καταβολών. Στο πλαίσιο του διακανονισμού το ίδρυμα ενδέχεται να προβαίνει σε μερική διαγραφή της απαίτησης.
(στ) Υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό : Το ίδρυμα υπερθεματίζει στον πλειστηριασμό αποκτώντας την κυριότητα του ενυπόθηκου ακινήτου ή άλλης εμπράγματης εξασφάλισης στο πλαίσιο ευρύτερης συμφωνίας οριστικής διευθέτησης της οφειλής με τη συναίνεση του δανειολήπτη.
(ζ) Ολική Διαγραφή Οφειλής : To ίδρυμα αποφασίζει τη διαγραφή του συνόλου της οφειλής εφόσον δεν υπάρχουν ρευστοποιήσιμα στοιχεία και δεν αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση.
Διατήρηση Υπάρχουσας Υλοποίησης
Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που το Ίδρυμα δεν υποβάλει νέα πρόταση και παραμένει στην υπάρχουσα υλοποίηση.
Οι παραπάνω τύποι λύσεων χρησιμοποιούνται και στην τελική πρόταση του ιδρύματος.
Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων (Δ.Ε.Ε.)» (εξωσυστημική διαδικασία)
Ένας δανειολήπτης που έχει κατηγοριοποιηθεί ως μη συνεργάσιμος, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στη Δ.Ε.Ε. για να υποβάλει ένσταση επί της διαδικασίας που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ως μη συνεργάσιμο. Η προσφυγή μπορεί να γίνεται μία φορά κάθε φορά εφαρμογής της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.). Εφόσον ο αιτών προβεί σε ένσταση η οποία γίνει δεκτή, το Ίδρυμα θα μπορεί μέσα από το περιβάλλον της Πλατφόρμας, να επαναφέρει την αίτηση στο στάδιο που θα επιλέξει. Από το στάδιο αυτό και έπειτα η διαδικασία συνεχίζεται όπως περιγράφεται παραπάνω.

Ο δανειολήπτης χαρακτηρίζεται μη συνεργάσιμος όταν:
• Δεν παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή σε όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του (π.χ. αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου, αριθμό φαξ, email, διεύθυνση κατοικίας και εργασίας).
• Δεν είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή με όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό αυτού, και δεν ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές του Χ.Ι. ή όποιου ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, με κάθε πρόσφορο τρόπο, εντός 15 εργάσιμων ημερών.
• Δεν προβαίνει, αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το Χ.Ι. ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από το Χ.Ι. ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του.
• Δεν προβαίνει, αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το Χ.Ι. ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, όπως πλήρωση προϋποθέσεων λήψης επιδόματος, εμφάνιση νέων περιουσιακών στοιχείων που θα περιέλθουν στην κυριότητά του (π.χ. κληρονομιά), απώλεια κυριότητας περιουσιακών στοιχείων, ανακοινώσεις απόλυσης, καταγγελίες μισθώσεων, εξαγορά ασφαλιστικών προϊόντων, κέρδη οποιασδήποτε μορφής κ.ά.
• Δεν συνεργάζεται με το Χ.Ι. με σκοπό τη διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης για ρύθμιση με το Χ.Ι. ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας του Ν.4224/2013.
Σε περίπτωση που χαρακτηριστεί ο δανειολήπτης μη συνεργάσιμος και εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο του οποίου διακυβεύεται ο εκπλειστηριασμός της μοναδικής κατοικίας του, ενημερώνεται από το Χ.Ι. εγγράφως ή ηλεκτρονικά εφόσον έχει συμφωνηθεί, εντός 15 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία χαρακτηρισμού του.
Για νομικά πρόσωπα-πολύ μικρές επιχειρήσεις η ενημέρωση για τον χαρακτηρισμό του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου πραγματοποιείται κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ή νωρίτερα.
Οι νομικές συνέπειες και επιπτώσεις του χαρακτηρισμού ενός δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου είναι η δρομολόγηση από το Χ.Ι. των νόμιμων ενεργειών για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του, π.χ.: καταγγελία, έκδοση διαταγής πληρωμής, λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αναγκαστική κατάσχεση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου που αποτελεί τη μοναδική κατοικία του δανειολήπτη, καθώς επίσης και των απαιτήσεων κατά τρίτων, εκποίηση τυχόν εξασφαλίσεων που έχουν παρασχεθεί από εγγυητές και τρίτα πρόσωπα.
Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος αποκλεισμού από ειδικές ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας, καθώς και από πιθανά πλεονεκτήματα που ο δανειολήπτης θα μπορούσε να έχει εάν συνεργαζόταν με την τράπεζα για την εξεύρεση κατάλληλης λύσης.

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
• Αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 (Αρ. Απόφ. 195/1/29.07.2016, ΦΕΚ 2376/Α/2016)
• Όροι και προϋποθέσεις διατήρησης της ισχύος της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου σε περιπτώσεις ρυθμίσεων δανείων» (Αρ. Απόφασης 2/94253/0025, ΦΕΚ 5960/Β’/31.12.2018)
Κώδικας Δεοντολογίας Ν. 4224/2013 – Άρθρο 39 του Ν.4818/2021
• Αναθεωρημένος Κώδικας Δεοντολογίας (Αρ. Απόφ. 392/31.5.21, ΦΕΚ 2411/Β/7.6.21)
Καθορισμός των τεχνικών λεπτομερειών που αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που υποστηρίζει τον μηχανισμό του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 [145947 Εξ 2023 ΚΥΑ-(ΦΕΚ 5909/Β/10-10-23)]

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Οδηγός Χρήσης (Κώδικας Δεοντολογίας-Αιτών)